- κατεπίθυμος
- κατεπίθυμοςvery eagermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεπίθυμος — κατεπίθυμος, ον (Α) αυτός που επιθυμεί κάτι σφοδρά («καὶ ἦν κατεπίθυμος τοῡ συγγενέσθαι μετ αὐτῆς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπί θυμος «πλήρης επιθυμίας»] … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κατεπιθυμώ — κατεπιθυμῶ, έω (Α) [κατεπίθυμος] (επιτ. τ. τού επιθυμώ) επιθυμώ πολύ, έχω σφοδρή επιθυμία … Dictionary of Greek
κατεπιθύμητος — κατεπιθύμητος, ον (Α) 1. πολύ επιθυμητός, περιπόθητος 2. κατεπίθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι θύμ ιος «επιθυμητός»] … Dictionary of Greek